- λαάρχης
- λαάρχης και λάαρχος, ὁ (Α)πάπ. διοικητής, αρχηγός τής λααρχίας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + -άρχης (< ἄρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάαρχος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη… … Dictionary of Greek
λααρχία — λααρχία, ἡ (Α) [λαάρχης] στρατιωτικό σώμα από πεζούς και ιππείς, το οποίο συστάθηκε πιθανώς επί Πτολεμαίου Β Ευεργέτου … Dictionary of Greek